βάθος

βάθος
Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από το εφαπτόμενο επίπεδο της Γης στο σημείο που στεκόμαστε με το επίπεδο του ορατού ή φυσικού ορίζοντα, όταν ο παρατηρητής βρίσκεται σε μια θέση ψηλότερη από την επιφάνεια της Γης. β. οπτικού πεδίου. Η μέγιστη εμβέλεια που διαθέτει μια φωτογραφική μηχανή ή οποιοδήποτε άλλο οπτικό όργανο, ώστε να παράγει ευδιάκριτα είδωλα ενός αντικειμένου. Τα οπτικά όργανα ρυθμίζονται ως προς ένα επίπεδο, που απέχει από τον αντικειμενικό φακό του οργάνου ορισμένη απόσταση. Έτσι, όταν ο φακός εστιάζεται ως προς το συγκεκριμένο επίπεδο, το είδωλο του μέρους του αντικειμένου που βρίσκεται στο επίπεδο είναι η εστία, αλλά το υπόλοιπο μέρος του αντικειμένου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές του επίπεδου είναι έξω από την εστία. Το β. του πεδίου είναι η ζώνη εκείνη, όπου το είδωλο γίνεται οξύ και ευδιάκριτο. Εάν ο φακός ρυθμίζεται ως προς ένα αντικείμενο που απέχει 8 μ. κι εμφανίζονται στη φωτογραφική πλάκα όλα τα αντικείμενα που βρίσκονται στο διάστημα 6-10 μ. τότε, αυτό το διάστημα αποτελεί το β. οπτικού πεδίου. Η ζώνη αυτή γίνεται μεγαλύτερη, όσο το άνοιγμα του διαφράγματος και η εστιακή απόσταση γίνονται μικρότερες, ενώ γίνεται μικρότερη όσο το αντικείμενο πλησιάζει το όργανο. Μεγάλο β. οπτικού πεδίου παρουσιάζουν οι λιγότερο φωτεινοί αντικειμενικά φακοί, ενώ μικρό βάθος οι πιο φωτεινοί, διπλοί και τριπλοί αναστιγματικοί φακοί. Για τα περισσότερα οπτικά όργανα υπάρχουν ειδικοί πίνακες που παρέχουν το β. του πεδίου, ανάλογα με το διάφραγμα και την εστιακή απόσταση. θόρυβοςβ. (Ραδιοτ.). Το σύνολο των θορύβων που προκαλούνται σε έναν δέκτη όταν απουσιάζουν τα σήματα που εκπέμπονται από έναν πομπό. Ο θόρυβος β. οφείλεται στις μεταβολές του ρεύματος στις ηλεκτρονικές λυχνίες, τις αντιστάσεις και τα κυκλώματα ηλεκτρικών ταλαντώσεων και περιορίζει την ωφέλιμη ευαισθησία του δέκτη, γιατί όσο μεγάλη κι αν είναι η απολαβή της ενίσχυσης, τα πολύ ασθενικά σήματα θα εξακολουθούν αναπόφευκτα να πνίγονται από τον θόρυβο.
* * *
το (AM βάθος)
1. η απόσταση από πάνω μέχρι κάτω
2. ο βυθός θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού
3. τα βαθιά νερά
4. η μία από τις τρεις διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το μήκος και το πλάτος
5. (για νοήματα) το ουσιαστικό περιεχόμενο
το σύνολο των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες
6. το εσωτερικό μιας χώρας
7. λάκκος, βαθούλωμα
8. (για παράταξη) η απόσταση από το μέτωπο ως την ουρά
νεοελλ.
1. εσωτερικό επίπεδο σε προοπτική ζωγραφικού πίνακα, φόντο
2. (για χώρο) η οριζόντια απόσταση, όπως μετριέται από το εξωτερικό προς το εσωτερικό
3. χαμηλός τόπος
4. στον πληθ. συμφορά, δυστυχία
5. φρ. α) «ή του ύψους ή του βάθους» — άνθρωπος των άκρων, που δεν βρίσκει μέση λύση στα προβλήματα του
β) ειρων. «χαίρε βάθος αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)
γ) «κατά βάθος» — ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. βάθος συνδέεται με τα βαθύς, βένθος, είναι μεταγενέστερος αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του βαθύς. Η υπόθεση κατά την οποία το βάθος είναι αρχαίος τ. με -α- βραχύ σε αντιδιαστολή προς το -α- μακρό του βήσσα, το δε βένθος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το πάθος-πένθος είναι αβέβαιη. Η λ. βάθος είναι μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και συνήθως χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, επίσης, είναι η μεταφορική σημασία του όρου (πρβλ. «βάθος κακών», Αισχύλος
«βάθος πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, τέλος, στον Λογγίνο η λ. βάθος αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς το ύψος.
ΠΑΡ. νεοελλ. βάθη (η).
ΣΥΝΘ. αβαθής, αμετροβαθής, ισοβαθής
αρχ.
αγχιβαθής, αεροβαθής, αμετροβαθής, εγγυβαθής, υψιβαθής
αρχ.-μσν.
πολυβαθής
νεοελλ.
ανισοβαθής, βαθομέτρηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βάθος — depth nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — το 1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα. 2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάθει — βάθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάθεϊ , βάθος depth neut dat sg (epic ionic) βάθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθη — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέεσσι — βάθος depth neut dat pl (epic) βαθύς deep masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέων — βάθος depth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθύς deep masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθέω̆ν , βαθύς deep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθίων — βάθος depth neut gen pl (doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθῶν — βάθος depth neut gen pl (attic epic doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθεα — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”